Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διμεταλλικός -ή -ό [δimetalikós] Ε1 : (οικον.) που έχει σχέση με το διμεταλλισμό: Διμεταλλικό σύστημα.
[λόγ. διμεταλλ(ισμός) -ικός μτφρδ. γαλλ. bimetallique]