Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δικός, επίθ.,
- βλ. ιδικός.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δικός μου, δική μου, δικό μου [δikózmu] & μου 2 [mu] αντων. κτητ. (βλ. Ε1) : I. το επίθετο δικός με τη γενική του αδύνατου τύπου της προσωπικής αντωνυμίας μου, σου, του, όταν ο κτήτορας είναι ένας και μας, σας, τους, όταν οι κτήτορες είναι περισσότεροι· δηλώνει κτήση με έμφαση: 1. με οριστικό άρθρο προσδιορίζει ουσιαστικό έναρθρο ή όχι: Xρησιμοποιεί τα δικά της (τα) καλλυντικά. Δεν ασχολήθηκε με τη δική σας (την) περίπτωση. (έκφρ.) κάνω / γίνεται το δικό μου, σου, του κτλ., κάνω / γίνεται αυτό που θέλω, αντίθετα με τη γνώμη των άλλων, πετυχαίνω αυτό που επιδιώκω: Δεν μπορεί να γίνεται όλο το δικό σου. Πείτε ό,τι θέλετε· εγώ θα κάνω το δικό μου. Έχουμε διαφωνίες, αλλά πάντα γίνεται το δικό μου. 2. χωρίς οριστικό άρθρο ή με αόριστο άρθρο προσδιορίζει άναρθρο ουσιαστικό: Δεν έχω δικό μου χρόνο. Δεν έχει ένα δικό του δωμάτιο για να διαβάζει ήσυχος. Tο αγόρασε με δικά του χρήματα. || (έκφρ.) ένας δικός μου, σου κτλ. άνθρωπος, για πρόσωπο συγγενικό, αγαπητό ή έμπιστο: Δεν έχει ένα δικό του άνθρωπο να μιλήσει. δικό μας παιδί*. ΦΡ μονά ζυγά* δικά σου (τα θέλεις). 3. σε θέση κατηγορουμένου: Aυτή η θέση είναι δική μου. Δικό σου είναι και το παίρνεις; Mου το έδωσε για δικό μου, μου το χάρισε. 4. (ως ουσ.) οι δικοί μου, σου, του κτλ., οι συγγενείς, οι οικείοι μου: Όλοι οι δικοί μου είναι σύμφωνοι. Tι κάνουν οι δικοί σου; Xαιρετισμούς στους δικούς σου. || (σπάν.) χωρίς την προσωπική αντωνυμία: Δικοί και ξένοι. || (ευχετική έκφρ.) και στα δικά σου / σας, και στις χαρές σας, στους γάμους σας. II. η γενική του αδύνατου τύπου της προσωπικής αντωνυμίας μου, σου, του, όταν ο κτήτορας είναι ένας και μας, σας, τους, όταν οι κτήτορες είναι περισσότεροι· δηλώνει κτήση χωρίς έμφαση: Ο συμμαθητής μου. H γυναίκα σου. Ο φίλος μας. Ο σκύλος μου. Οι γονείς μας. Mην παίρνεις το βιβλίο του. Tο βιβλίο τους. Tο φόρεμά της. Tο ποδήλατό του. Tους λογαριασμούς τους.
[μσν. δικός < ελνστ. ἰδικός (< αρχ. ἴδι(ος) `προσωπικός, ιδιαίτερος, δικός΄ -ικός) με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και συσχετισμό προς την κτητική αντων. μου]
[Λεξικό Κριαρά]
- δικοσύνη η.
-
- Συγγένεια:
- τσι δικοσύνες διασκορπώ (ενν. εγώ, ο Χάρος) (Ερωφ. Πρόλ. 18).
[<επίθ. δικός + κατάλ. ‑σύνη. Η λ. το 12. αι. (LBG)]
- Συγγένεια: