Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δικτυώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δικτυώνω [δiktióno] -ομαι Ρ1 : 1. βοηθώ κπ. να δημιουργήσει έναν κύκλο (δίκτυο) γνωριμιών, τις οποίες συνήθ. χρησιμοποιεί για να εξυπηρετήσει προσωπικές του ανάγκες ή σκοπούς: Mόλις ήρθε στην πόλη μας δικτυώθηκε αμέσως. Πρέπει να δικτυωθείς όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Είναι καλά δικτυωμένος, γνωρίζεται με όλους τους παράγοντες του επιχειρηματικού κόσμου. 2. (οικ., παθ.) συνδέομαι σε δίκτυο υπολογιστών, συνήθ. για το ίντερνετ.

[λόγ. δίκτυ(ο) -ώ > -ώνω (διαφ. το ελνστ. δικτυοῦμαι `πιάνομαι σε δίχτυ΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες