Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δικτυωτός, επίθ.
-
- Που είναι καμωμένος όπως το δίχτυ:
- σκούφιαν άλλως δικτυωτήν (Γεωργηλ., Θαν. 113).
[μτγν. επίθ. δικτυωτός. Η λ. και σήμ.]
- Που είναι καμωμένος όπως το δίχτυ:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δικτυωτός 1 -ή -ό [δiktiotós] & διχτυωτός -ή -ό [δixtiotós] Ε1 : που σχηματίζει δίχτυ ή που είναι πλεγμένος ή κατασκευασμένος όπως το δίχτυ: Δικτυωτή πλέξη / ύφανση. Δικτυωτές κάλτσες. Δικτυωτό πλέγμα. || (ως ουσ.) το δικτυωτό, κατασκευή από λεπτές σανίδες, μεταλλικά ελάσματα ή ράβδους κτλ., που τοποθετούνται κάθετα η μία επάνω στην άλλη ή χιαστί.
[λόγ. < ελνστ. δικτυωτός· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δικτυωτός 2 -ή -ό : που μοιάζει ως προς τη δομή του με δίκτυο: ~ προγραμματισμός, σύστημα προγραμματισμού και οργάνωσης ενός έργου, του οποίου η γραφική παράσταση έχει τη μορφή δικτύου.
[λόγ. < δικτυωτός 1 σημδ. γαλλ. réticulé, réticulaire]