Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δικτατορικός -ή -ό [δiktatorikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με τη δικτατορία ή με το δικτάτορα ή που ανήκει σε αυτόν ή που προέρχεται από αυτόν: Δικτατορικό καθεστώς. Δικτατορική κυβέρνηση / εξουσία. Δικτατορικά διατάγματα. 2. (μτφ.) που είναι πολύ αυταρχικός ή αυθαίρετος: Δημοκρατικό κατ΄ επίφαση καθεστώς, που εφαρμόζει δικτατορικές μεθόδους. H συμπεριφορά του / η νοοτροπία του είναι δικτατορική.
δικτατορικά ΕΠIΡΡ: Kυβερνά / διοικεί ~. Συμπεριφέρεται ~. [λόγ. δικτατορ(ία) -ικός]