Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δικτάτορας ο [δiktátoras] Ο5 : 1α. ηγέτης κράτους που κατέλαβε την εξουσία με πραξικόπημα ή με παραβίαση της συνταγματικής νομιμότητας και που την ασκεί αυθαίρετα, χωρίς συνταγματικούς περιορισμούς. β. στην αρχαία Ρώμη, ανώτατος αξιωματούχος που τον διόριζε η σύγκλητος σε κρίσιμες περιστάσεις και στον οποίο έδινε απεριόριστη εξουσία που δεν μπορούσε όμως να υπερβεί τους έξι μήνες. 2. (μτφ.) α. χαρακτηρισμός ανθρώπου που διοικεί αυταρχικά, που συμπεριφέρεται αυταρχικά ή που επιβάλλει εκβιαστικά τις θελήσεις του στο οικογενειακό ή στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον του: Είναι ένας ~ μέσα στο σπίτι του. Tα παιδιά συχνά γίνονται μικροί δικτάτορες. β. για κπ. που ασκεί έμμεση αλλά απόλυτη κυριαρχία σε έναν τομέα: ~ της μόδας.
δικτατορίσκος ο YΠΟKΟΡ α. (μειωτ.) δικτάτορας πολύ ασήμαντος ως προσωπικότητα. β. (μτφ.) συνήθ. για παιδί δύστροπο και απαιτητικό. [λόγ.: 1β: ελνστ. δικτάτωρ, αιτ. -ωρα, -ορα < λατ. dictator· 1α, 2: γαλλ. dictateur (στη νεότ. σημ.) < λατ. dictator· λόγ. δικτατορ- (δικτάτωρ) -ίσκος]