Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δικράνι το [δikráni] Ο44 & δίκρανο το [δíkrano] Ο41 : διχαλωτό γεωργικό εργαλείο, κατάλληλο για το λίχνισμα των σιτηρών. ΦΡ περνώ από τα καυδιανά* δίκρανα.
[μσν. δικράνιν υποκορ. του δίκραν(ον) -ι(ο)ν· ελνστ. δίκρανον (αρχ. δίκρανος `δικέφαλος΄)]
[Λεξικό Κριαρά]
- δικράνιν το.
-
- Γεωργικό εργαλείο με διχαλωτή άκρη:
- το δικράνιν το διχαλόν (Σπανός A 239).
[παλαιότ. ουσ. δικράνιον (Σούδα, DGE, LBG) <μτγν. ουσ. δίκρανον + κατάλ. ‑ιoν. T. δικριάνι στο Somav. Η λ. και σήμ. (‑ι)]
- Γεωργικό εργαλείο με διχαλωτή άκρη: