Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δικονομικός -ή -ό [δikonomikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη δικονομία: ~ κώδικας. Δικονομικό κώλυμα. Δικονομικά θέματα.
δικονομικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. δικονομ(ία) -ικός]