Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δικομματικός -ή -ό [δikomatikós] Ε1 : που έχει σχέση με δύο κόμματα: Δικομματικό σύστημα, που στηρίζεται στην εναλλαγή δύο μόνο κομμάτων στην εξουσία, αποκλείοντας τα άλλα μικρότερα.
δικομματικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. δι- 1 + κομματικός μτφρδ. γαλλ. biparti ή αγγλ. bipartisan]