Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δικομματικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δικομματικός -ή -ό [δikomatikós] Ε1 : που έχει σχέση με δύο κόμματα: Δικομματικό σύστημα, που στηρίζεται στην εναλλαγή δύο μόνο κομμάτων στην εξουσία, αποκλείοντας τα άλλα μικρότερα. δικομματικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. δι- 1 + κομματικός μτφρδ. γαλλ. biparti ή αγγλ. bipartisan]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες