Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δικογραφία η [δikoγrafía] Ο25 : σύνολο εγγράφων που αφορούν μια δικαστική υπόθεση: Σχηματίστηκε ~ εις βάρος του κατηγορουμένου. Ο ανακριτής μελέτησε τη ~.
[λόγ. δικόγραφ(ον) -ία (διαφ. το αρχ. δικογραφία `σύνθεση δικανικών λόγων΄)]