Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δικηγορώ [δikiγoró] Ρ10.9α : ασκώ το επάγγελμα του δικηγόρου: Δικηγορεί στην Aθήνα. Άρχισε / σταμάτησε να δικηγορεί.
[λόγ. < μσν. δικηγορώ < δικήγορ(ος δες στο δικηγόρος) -ώ κατά το αρχ. σχ.: δημ-ηγόρος `λαϊκός ρήτορας΄ - δημ-ηγορῶ]