Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δικηγορία
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δικηγορία η [δikiγoría] Ο25 : α. το επάγγελμα του δικηγόρου: Δε θέλει να ασχοληθεί με τη ~. Aσκεί τη ~ πολλά χρόνια. Mαχόμενη* ~. β. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ασκείται το παραπάνω επάγγελμα: Kατά την πολύχρονη ~ του κέρδισε πολλές δίκες.

[λόγ. δικηγόρ(ος) -ία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες