Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δικαστικός ο [δikastikós] Ο17 θηλ. δικαστικός [δikastikós] Ο34 : ο δικαστικός λειτουργός, δικαστής ή εισαγγελέας: Tο λειτούργημα του δικαστικού.
[λόγ. ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθ. δικαστικός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δικαστικός -ή -ό [δikastikós] Ε1 : που έχει σχέση: α. με τη δικαιοσύνη: Δικαστική εξουσία. ~ αντιπρόσωπος, δικηγόρος, δικαστικός υπάλληλος κτλ. που έχει την εποπτεία εκλογικού τμήματος ως εκπρόσωπος της δικαιοσύνης. ~ λειτουργός, δικαστής ή εισαγγελέας. || (ως ουσ.) ο δικαστικός*. β. με το δικαστή: ~ κλάδος. Δικαστικό σώμα. Δικαστικές ενώσεις. Δικαστική απόφαση / πλάνη / έρευνα / συνδρομή*. Δικαστική τήβεννος. γ. με το δικαστήριο: Δικαστικό μέγαρο. ~ υπάλληλος, γραμματέας, κλητήρας κτλ. ~ κλητήρας / επιμελητής. Δικαστικά έξοδα, που απαιτούνται για μια δίκη.
δικαστικά ΕΠIΡΡ: Θα διεκδικήσω ~ την περιουσία μου, διά της δικαστικής οδού. [λόγ. < αρχ. δικαστικός]