Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δικαστής ο [δikastís] Ο7 θηλ. δικαστής [δikastís] & (οικ.) δικαστίνα [δikastína] Ο26 : δημόσιος λειτουργός που έχει ως έργο την απονομή της δικαιοσύνης: Οι πρωτοδίκες, οι εφέτες και οι αρεοπαγίτες είναι δικαστές. Ένωση Ελλήνων δικαστών και εισαγγελέων. Aμερόληπτος / αυστηρός / επιεικής ~. Φυσικός ~, που είναι εντεταλμένος από το νόμο. Λαϊκός ~, σε λαϊκό δικαστήριο. (έκφρ.) παίρνει ύφος δικαστή / με ύφος δικαστή, για κπ. που υπεροπτικά ελέγχει και κατακρίνει. || αυτός που ελέγχει, που κρίνει με μεγάλη αυστηρότητα: Δε θα γίνω εγώ ~ των πράξεών του, κριτής. || (θηλ.) δικαστίνα, γυναίκα δικαστής ή σύζυγος δικαστή.
[αρχ. δικαστής· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· δικαστ(ής) -ίνα]
[Λεξικό Κριαρά]
- δικαστής ο.
-
- 1) Δικαστής:
- (Γλυκά, Στ. 419)·
- (μεταφ.):
- έστι γαρ ούτος (ενν. ο έρως) δικαστής βασανίζων καρδίας (Διγ. Gr. 610).
- 2) (Μεταφ.) αυτός που κρίνει αυστηρά:
- εχθρόν και δικαστήν εσέναν εγνωρίζω (Εκατόλ. 486).
[αρχ. ουσ. δικαστής. Η λ. και σήμ.]
- 1) Δικαστής: