Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δικαστήριον το· δικαστήριο.
-
- 1) Τόπος όπου γίνεται η δίκη, το δικαστήριο:
- (Ζήν. Δ´ 86).
- 2) Φρ. καθίζω κάπ. εις δικαστήριο = κατηγορώ κάπ. ενώπιον του δικαστηρίου:
- (Ζήν. Δ´ 216).
- 3) Διεξαγωγή της δίκης, δίκη:
- ως το έχουσιν οι διάταξες κι όλα τα δικαστήρια (Χρον. Μορ. H 7564).
[αρχ. ουσ. δικαστήριον. Ο τ. και σήμ.]
- 1) Τόπος όπου γίνεται η δίκη, το δικαστήριο: