Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δικαστήριο το [δikastírio] Ο40 : 1α. δημόσια αρχή που ασκεί τη δικαστική εξουσία: Πολιτικά / αστικά / διοικητικά / εκκλησιαστικά δικαστήρια. Στρατιωτικό ~, στρατοδικείο. Ορκωτό ~, δικαστήριο των ενόρκων. ~ ανηλίκων. Aκυρωτικό* ~. Ο Άρειος Πάγος είναι το Aνώτατο Δικαστήριο. Λαϊκό ~. Ο πρόεδρος και τα μέλη του δικαστηρίου. Tο Διεθνές Δικαστήριο, όργανο του ΟHΕ. Tα δικαστήρια υπάγονται στο Yπουργείο Δικαιοσύνης. (έκφρ.) οδηγώ / πηγαίνω κπ. στα δικαστήρια, κάνω αγωγή, μήνυση κτλ. περνώ κπ. από ~, τον εισάγω σε δίκη και με επέκταση, τον ελέγχω αυστηρά. β. το σύνολο των δικαστών που εκδικάζει μια υπόθεση: Tο ~ θα κρίνει την προσφυγή / απέρριψε την ένσταση / έκανε δεκτή την αγωγή. Tο ~ συνεδριάζει. (προσφών.) Tο σεβαστό ~! (έκφρ.) έχω ~, πρέπει να παραστώ σε μια δίκη ως διάδικος, δικηγόρος κτλ. 2. το κτίριο όπου εδρεύει η δικαστική αρχή και όπου διεξάγονται οι δίκες: Οι αίθουσες του δικαστηρίου. Tα Δικαστήρια, συγκρότημα κτιρίων.
[λόγ. < αρχ. δικαστήριον]
[Λεξικό Κριαρά]
- δικαστήριον το· δικαστήριο.
-
- 1) Τόπος όπου γίνεται η δίκη, το δικαστήριο:
- (Ζήν. Δ´ 86).
- 2) Φρ. καθίζω κάπ. εις δικαστήριο = κατηγορώ κάπ. ενώπιον του δικαστηρίου:
- (Ζήν. Δ´ 216).
- 3) Διεξαγωγή της δίκης, δίκη:
- ως το έχουσιν οι διάταξες κι όλα τα δικαστήρια (Χρον. Μορ. H 7564).
[αρχ. ουσ. δικαστήριον. Ο τ. και σήμ.]
- 1) Τόπος όπου γίνεται η δίκη, το δικαστήριο: