Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δικανικός -ή -ό [δikanikós] Ε1 : που έχει σχέση με τις δίκες και ειδικότερα, με τις αγορεύσεις κατά τη διεξαγωγή δικών: ~ ρήτορας. Δικανικό ύφος. || Δικανική ρητορεία, ένα από τα είδη της ρητορείας στην αρχαία Ελλάδα. Οι δικανικοί λόγοι του Δημοσθένη.
[λόγ. < αρχ. δικανικός]