Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δικαιούχος ο [δikeúxos] Ο18 θηλ. δικαιούχος [δikeúxos] Ο35 : αυτός που δικαιούται κτ. σύμφωνα με το νόμο: Θα δοθούν βοηθήματα στους δικαιούχους. (σε λόγ. σύντ.) Οι δικαιούχοι συντάξεως, αυτοί που δικαιούνται σύνταξη.
[λόγ. δίκαι(ον) + -ούχος μτφρδ. γαλλ. ayant droit (διαφ. το ελνστ. δικαιοῦχος `που στηρίζει τη δικαιοσύνη΄)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]