Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δικαιολόγηση η [δikeolójisi] Ο33 : η ενέργεια του δικαιολογώ. 1. τεκμηρίωση μιας άποψης που δικαιώνει κπ. ή κτ. ή που μετριάζει κάποιο σφάλμα του: H ~ μιας ενέργειας / μιας συμπεριφοράς. Δεν πείθουν όσα λέει για δικαιολόγησή του. 2. προσκόμιση στοιχείων που βεβαιώνουν έναν ισχυρισμό ή το δικαίωμα σε μια απαίτηση: H ~ των απουσιών ενός μαθητή.
[λόγ. δικαιολογη- (δικαιολογώ) -σις > -ση]