Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δικαιολογητικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δικαιολογητικός -ή -ό [δikeolojitikós] Ε1 : που χρησιμοποιείται για να δικαιολογηθεί κτ., για να αποδειχτεί η ορθότητα κάποιας ενέργειας ή για να θεμελιωθεί ένα δικαίωμα: Δικαιολογητικά έγγραφα. || (ως ουσ.) το δικαιολογητικό, αποδεικτικό έγγραφο: Ο μαθητής έφερε δικαιολογητικό από γιατρό για τις απουσίες του. Yποβάλλω τα δικαιολογητικά μου για την έγκριση του δανείου / για το διορισμό μου, που βεβαιώνουν ότι έχω τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για κάθε συγκεκριμένη περίπτωση.

[λόγ. δικαιολογη- (δικαιολογώ) -τικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες