Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δικαιολογημένος -η -ο [δikeolojiménos] Ε3 μππ. του δικαιολογώ : 1. για κτ. το οποίο μπορεί να δικαιολογηθεί, για το οποίο υπάρχει κάποια δικαιολογία, κάποια λογική εξήγηση: ~ φόβος. Δικαιολογημένη ερώτηση / αισιοδοξία / υποψία / απουσία. || Δικαιολογημένη συμπεριφορά / ενέργεια / πράξη / παράλειψη. Δικαιολογημένο λάθος / ψέμα. 2. για κπ. τον οποίο μπορώ να τον δικαιολογήσω, για τη συμπεριφορά του οποίου μπορώ να δείξω επιείκεια και ανοχή: Ό,τι και αν πεις είσαι ~.
δικαιολογημένα ΕΠIΡΡ: Είναι ~ ανήσυχος. [λόγ. μππ. του δικαιολογώ μτφρδ. γαλλ. justifié]