Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δικαιολογία η [δikeolojía] Ο25 : 1. επιχείρημα ή ισχυρισμός που προβάλλει κάποιος για να αποδείξει ως αστήρικτη μια κατηγορία ή μομφή ή για να εξηγήσει τους λόγους που τον οδήγησαν σε ένα λάθος ή σε μια παράλειψη: Yπάρχει κάποια σοβαρή ~ για την άρνησή του. Έχει τη ~ ότι είναι άρρωστος και δεν μπορεί να εργαστεί. Δεν έχει καμιά απολύτως ~ για την αποτυχία του. 2. πρόφαση, επινοημένα περιστατικά που επικαλείται κάποιος για να απαλλαγεί από κτ. ή για να αποφύγει κπ.: Πάντα βρίσκει δικαιολογίες για να μη δουλέψει. Nα σου λείπουν οι δικαιολογίες. (ειρ.) Ωραία ~!
[λόγ.: 1: αρχ. δικαιολογία· 2: σημδ. γαλλ. justification]