Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δικαιοκρίτης ο [δikeokrítis] Ο10 : αυτός που κρίνει δίκαια, κυρίως ως χαρακτηρισμός του Θεού.
[λόγ. < ελνστ. δικαιοκρίτης]
[Λεξικό Κριαρά]
- δικαιοκρίτης ο.
-
- Δίκαιος κριτής:
- ο Θεός … μέγας δικαιοκρίτης (Χρον. Τόκκων 731).
[μτγν. ουσ. δικαιοκρίτης. Η λ. και σήμ.]
- Δίκαιος κριτής: