Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δικαίωση η [δikéosi] Ο33 : 1. η απαλλαγή κάποιου από μια κατηγορία, η αθώωσή του: Ύστερα από μακροχρόνιους δικαστικούς αγώνες ήρθε επιτέλους η ~. 2. αναγνώριση ή απόδειξη εκ των υστέρων της ορθότητας: α. μιας ενέργειας: H ~ του έργου του. H ~ της ζωής του, των αγώνων της ζωής του. β. μιας εκτίμησης: H ~ των ελπίδων μου.
[λόγ. < αρχ. δικαίω(σις) `δίκαιη κρίση΄ -ση & σημδ. γαλλ. justification]