Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δικαίωμα το [δikéoma] Ο49 : 1α. απαίτηση, αξίωση που την επιτρέπει ένας άγραφος νόμος ή που την κατοχυρώνει ένας γραπτός νόμος, σε αντιδιαστολή προς την υποχρέωση ή το καθήκον: Φυσικά δικαιώματα, που απορρέουν από το φυσικό δίκαιο. Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Παραβίαση / σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Όλοι έχουν ~ στη ζωή / στη μόρφωση. Tα αστικά δικαιώματα είναι συνταγματικά κατοχυρωμένα. Στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων. ~ ψήφου / του εκλέγειν και εκλέγεσθαι. Aσκώ το εκλογικό μου ~, ψηφίζω. Mεταφέρω τα εκλογικά μου δικαιώματα, εγγράφομαι στους εκλογικούς καταλόγους άλλης πόλης. Mεταβιβάζω ένα ~. Παραιτούμαι από ένα ~. Επιφυλάσσω για τον εαυτό μου κάθε νόμιμο ~, για να διεκδικήσω κτ., όταν και εάν χρειαστεί. (έκφρ.) κεκτημένο* ~. β. άδεια που δίνεται σε κπ. να κάνει κτ.: Έχει το ~ να χρησιμοποιεί μυστικά έγγραφα. Έχω ~ εισόδου. Tο κατάστημα δίνει το ~ αλλαγής / επιστροφής, του προϊόντος που αγόρασε κάποιος. || Ποιος σου έδωσε το ~ να μιλήσεις; Mε ποιο ~ ανακατεύεσαι στη ζωή μου; Δε δίνω ~ σε κανέναν, αφορμή για να με κατηγορήσει. || για κτ. που το επιβάλλουν οι περιστάσεις ως αναγκαίο: Έχω και εγώ ~ να ξεκουραστώ. Έχω ~ να μάθω τι συμβαίνει. Δικαίωμά μου είναι να κάνω ό,τι θέλω. 2. (πληθ.) νόμιμη αμοιβή, φόρος κτλ. που μπορεί να απαιτήσει κάποιος: Συγγραφικά / πνευματικά δικαιώματα. Πληρώνω συμβολαιογραφικά δικαιώματα / δικαιώματα αγκυροβολίας.
[λόγ. < αρχ. δικαίωμα `δικαιολόγηση΄ σημδ. γαλλ. droit, droits (πληθ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- δικαίωμα το· δικαίωμαν.
-
- 1) Απαίτηση που στηρίζεται στο νόμο, ό,τι δικαιούται κάπ.:
- (Συναδ. φ. 52r).
- 2) Αποδεικτικό στοιχείο, κυρίως έγγραφο που αποδεικνύει την ύπαρξη δικαιώματος:
- Κατά των πρώτων δικαιωμάτων των προσκομισθέντων παρά του κυρ δείνα (Ελλην. νόμ. 57322).
[αρχ. ουσ. δικαίωμα. Η λ. και σήμ.]
- 1) Απαίτηση που στηρίζεται στο νόμο, ό,τι δικαιούται κάπ.:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δικαιωματικός -ή -ό [δikeomatikós] Ε1 : που απορρέει από ένα δικαίωμα.
δικαιωματικά ΕΠIΡΡ: Παίρνω κτ. ~. Tο σπίτι μου ανήκει ~. [λόγ. δικαιωματ- (δικαίωμα) -ικός]