Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διθυραμβικός -ή -ό [δiθiramvikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με το διθύραμβο1: Διθυραμβική ποίηση, είδος λυρικής ποίησης. Διθυραμβικοί αγώνες, όπου βραβεύονταν οι καλύτεροι διθύραμβοι. 2. που εκφράζει τον έπαινο με πάρα πολύ ενθουσιώδη τρόπο: Όλες οι κριτικές ήταν διθυραμβικές, εγκωμιαστικές·. Aκούστηκαν διθυραμβικοί ύμνοι για τις αρετές του. || (για πρόσ.): Ήταν ~ στα σχόλια / στην κριτική που έκανε για τον καλλιτέχνη.
διθυραμβικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. διθυραμβικός]