Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διθέσιος -α -ο [δiθésios] Ε6 : 1. που έχει θέσεις για δύο άτομα: ~ καναπές. Διθέσιο αυτοκίνητο / αεροπλάνο. 2. για σχολείο που έχει δύο οργανικές θέσεις διδακτικού προσωπικού· (πρβ. διτάξιος): Διθέσιο δημοτικό.
[λόγ. δι- 1 + θέσ(ις) -ιος μτφρδ. γαλλ. biplace]