Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διηπειρωτικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διηπειρωτικός -ή -ό [δiipirotikós] Ε1 : που έχει σχέση με δύο ή περισσότερες ηπείρους: Διηπειρωτικοί πύραυλοι, που το βεληνεκές τους φτάνει από μια ήπειρο σε κάποια άλλη.

[λόγ. δι(α)- + ηπειρωτικός κατά τη νεότ. σημ. της λ. ήπειρος μτφρδ. αγγλ. intercontinental]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες