Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διηλεκτρικός -ή -ό [δiilektrikós] Ε1 : (φυσ.) που είναι κακός αγωγός του ηλεκτρισμού.
[λόγ. < γαλλ. diélectrique < di(a)- = δι(α)- + électrique = ηλεκτρικός]