Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διηλεκτρικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διηλεκτρικός -ή -ό [δiilektrikós] Ε1 : (φυσ.) που είναι κακός αγωγός του ηλεκτρισμού.

[λόγ. < γαλλ. diélectrique < di(a)- = δι(α)- + électrique = ηλεκτρικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες