Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διηθητικός -ή -ό [δiiθitikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη διήθηση ή που είναι κατάλληλος για διήθηση: Διηθητικό χαρτί, ειδικό πορώδες χαρτί.
[λόγ. διήθη(σις) -τικός μτφρδ. γαλλ. filtrant]