Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διηγούμαι [δiiγúme] Ρ10.9β προφ. μεε. διηγώντας : περιγράφω, εκθέτω προφορικά ή γραπτά κάποιο γεγονός, ως προσωπική μαρτυρία ή παρουσιάζω αφηγηματικά μια ιστορία ή κτ. άλλο που μπορεί να κρατήσει το ενδιαφέρον του ακροατή ή του αναγνώστη: Mου διηγήθηκε πώς έγινε το ατύχημα / πώς πέρασε στην εκδρομή / ένα όνειρο που είδε. Στο βιβλίο του διηγείται τα γεγονότα της Mικρασιατικής Kαταστροφής. ~ στα παιδιά ένα παραμύθι / ανέκδοτα. Διηγείται ωραία / ζωντανά. Mας διηγήθηκε μια ολόκληρη ιστορία, για να δικαιολογηθεί, για επινοημένα, φανταστικά περιστατικά. (έκφρ.) και διηγώντας τα να κλαις, όταν αναπολούμε παλιές, ευτυχισμένες εποχές.
[λόγ. < ελνστ. διηγοῦμαι, αρχ. σημ.: `περιγράφω΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- διηγούμαι· δηγούμαι· εδηγούμαι· ενεργ. διηγώ· μτχ. διηγώντας.
-
- 1) (Μέσ. και ενεργ.) αφηγούμαι, εξιστορώ, περιγράφω:
- (Διγ. Άνδρ. 3173)·
- ταύτα πάντα σού τα θέλω διηγήσει (Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΙΑ´ [386]).
- 2) Αναφέρω:
- Αυτού δηγείται το δίκαιον περί … (Ασσίζ. 32929).
- 3) Μιλώ:
- εδιαμερίσθη ο κόσμος να διηγούνται εις τόσες γλώσσες (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 104ν).
- 4) Λέγω:
- μηδέν διηγάσαι λόγους εύκαιρους (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 230r).
- 5) Συνομιλώ, συνδιαλέγομαι:
- ο Μωυσής εδιηγούτον με τον Θεόν (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 178ν).
[αρχ. διηγέομαι. Για το ενεργ. πβ. μτγν. μέλλ. διηγήσω (DGE, λ. ‑έομαι). Η λ. και σήμ.]
- 1) (Μέσ. και ενεργ.) αφηγούμαι, εξιστορώ, περιγράφω: