Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διευρύνω [δievríno] -ομαι Ρ8.1 : κάνω κτ. ευρύ ή ευρύτερο. 1. (λόγ.) διαπλατύνω. || (επιστ.): Διευρύνονται οι αρτηρίες / τα αγγεία. 2. (μτφ.) επεκτείνω κτ., το κάνω ευρύτερο, έτσι ώστε να περιλάβει περισσότερα πρόσωπα ή πράγματα: ~ τον κύκλο των γνωριμιών μου / των ενδιαφερόντων μου / των εργασιών μου. Διευρύνονται οι εξουσίες του Προέδρου της Δημοκρατίας. H επιτροπή θα συνεδριάσει με διευρυμένη σύνθεση.
[λόγ. ενεργ. < αρχ. διευρύνομαι `διαστέλλομαι΄ σημδ. γαλλ. élargir]