Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διευκόλυνση η [δiefkólinsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διευκολύνω, βοήθεια, εξυπηρέτηση που συμβάλλει στην καλύτερη και ευκολότερη ρύθμιση ενός ζητήματος: Οι τράπεζες συχνά κάνουν διευκολύνσεις στους πελάτες τους, οικονομικές διευκολύνσεις. Mου ζήτησε να της κάνω μια ~. Kαθεστώς ειδικών διευκολύνσεων, με διακρατικές συμφωνίες.
[λόγ. διευκολύν(ω) -σις > -ση]