Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διευθύνω [δiefθíno] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. διηύθυνα και (σπάν.) διεύθυνα, απαρέμφ. διευθύνει, παθ. αόρ. διευθύνθηκα, απαρέμφ. διευθυνθεί : I. είμαι υπεύθυνος για τη λειτουργία μιας επιχείρησης, υπηρεσίας κτλ., δίνω τις κατευθυντήριες γραμμές και έχω τη γενική εποπτεία: ~ ένα εργοστάσιο / ένα ξενοδοχείο / ένα σχολείο. Διευθύνει καλά την υπηρεσία στην οποία είναι προϊστάμενος. Tου αρέσει να διευθύνει, του αρέσει να επιβάλλει τη γνώμη του στο οικογενειακό ή στο φιλικό περιβάλλον του. || ~ μια συζήτηση, είμαι ο συντονιστής. || ~ μια ορχήστρα / μια χορωδία, με τις κατάλληλες κινήσεις των χεριών συντονίζω ρυθμικά τους μουσικούς ή τους τραγουδιστές. II. στρέφω κτ. προς ένα ορισμένο σημείο: ~ την κάννη του όπλου προς το στόχο. ~ το τηλεσκόπιο / το βλέμμα προς τον ουρανό.
[λόγ. < ελνστ. διευθύνω `κάνω ίσιο, κυβερνώ΄ & σημδ. γαλλ. diriger]
[Λεξικό Κριαρά]
- διευθύνω.
-
- Κατευθύνω, οδηγώ:
- ῴχετο διευθύνων … τον αυτού πώλον (Βίος Αλ. 3526).
[μτγν. διευθύνω. Η λ. και σήμ.]
- Κατευθύνω, οδηγώ:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διευθύνων -ουσα -ον [δiefθínon] Ε12 : που διευθύνει κάποια υπηρεσία: ~ σύμβουλος, μέλος του διοικητικού συμβουλίου μιας εταιρείας που έχει διευθυντικά καθήκοντα. Διευθύνουσα αδελφή, αδελφή νοσοκόμος, και ως ουσ. η διευθύνουσα.
[λόγ. μεε. του ρ. διευθύνω]