Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διευθυντικός -ή -ό [δiefθindikós] Ε1 : που έχει σχέση με το διευθυντή ή με τη διεύθυνση: Kατέχει διευθυντική θέση σε εταιρεία. Οι επιχειρήσεις έχουν ανάγκη από ικανά διευθυντικά στελέχη.
[λόγ. διευθυντ(ής) -ικός]