Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διευθυντήριο το [δiefθindírio] Ο40 : 1. (ιστ.) ονομασία: α. της πενταμελούς εκτελεστικής εξουσίας στη Γαλλία (1795-99). β. των πρώτων πολιτικών εξουσιών στην Πελοπόννησο κατά την επανάσταση του 1821. 2. (μειωτ.) για ολιγομελές διοικητικό όργανο το οποίο λαμβάνει αποφάσεις με τρόπο αυθαίρετο και αντιδημοκρατικό: Kόμμα που καταγγέλλει την ύπαρξη διευθυντηρίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
[λόγ. διευθυν(τής) -τήριον μτφρδ. γαλλ. directoire]