Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διεστραμμένος -η -ο [δiestraménos] Ε3 : 1. για κπ. που είναι ηθικά ή ψυχικά ανώμαλος, συνήθ. στο σεξουαλικό τομέα: Είναι ~. Kάποιος ~ βίασε μικρά παιδιά. Ποιο διεστραμμένο μυαλό εμπνεύστηκε αυτό το σχέδιο εξόντωσης τόσων ανθρώπων; 2. για κτ. που έχει παραμορφωθεί, που έχει παραποιηθεί: Όσα του είπα τα παρουσίασε εντελώς διεστραμμένα. Έχει μια διεστραμμένη αντίληψη για τη ζωή.
[λόγ. < ελνστ. διεστραμμένος, μππ. του αρχ. ρ. διαστρέφω]