Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διερμηνεύω [δierminévo] -ομαι Ρ5.1 : εκφράζω με λόγια ή με ενέργειες τις σκέψεις ή τις επιθυμίες κάποιου άλλου ή κάποιων άλλων, που τους εκπροσωπώ: Yποδέχτηκα τους ξένους αντιπροσώπους και τους διερμήνευσα τα φιλικά αισθήματα του λαού μας. H κυβέρνηση διερμηνεύοντας το κοινό αίσθημα υποσχέθηκε συμπαράσταση στους ομογενείς μας.
[λόγ. < ελνστ. διερμηνεύω]
[Λεξικό Κριαρά]
- διερμηνεύω· διαρμηνεύω.
-
- 1) Εξηγώ, δίνω εξήγηση:
- το κεφάλαιον όπερ … λέγει και διερμηνεύει το πως … (Χρον. Μορ. H 7641).
- 2) (Προκ. για διήγηση) εκθέτω, διηγούμαι:
- τι να λέγω τα πολλά και να σας διερμηνεύω; (Χρον. Μορ. H 8536).
- 3) Περιγράφω κ.:
- λεπτώς του τα εδιερμήνεψεν (Χρον. Μορ. H 8195).
- 4) Οδηγώ, καθοδηγώ· συμβουλεύω κάπ.:
- Ευχαριστώ τους Έρωτες οπού με διαρμηνεύσαν (Ch. pop. 354).
- 5) Προορίζω:
- σε τούτο η μαγειά μ’ έχει διαρμηνεμένη (Αλεξ. 266).
[μτγν. διερμηνεύω. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- 1) Εξηγώ, δίνω εξήγηση: