Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διερμηνευτής
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διερμηνευτής ο [δiermineftís] Ο7 : (σπάν.) αυτός που διερμηνεύει κτ.

[λόγ. < ελνστ. διερμηνευτής]

[Λεξικό Κριαρά]
διερμηνευτής ο.
  • Διερμηνέας:
    • εν τῳ παλατίῳ εγένετο ζήτησις τινός διερμηνευτού (Δούκ. 16118).

[μτγν. ουσ. διερμηνευτής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες