Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διερμηνέας ο [δierminéas] Ο21 θηλ. διερμηνέας [δierminéas] : μεταφραστής ο οποίος χρησιμοποιείται σε συνεννοήσεις που γίνονται ανάμεσα σε πρόσωπα που το ένα δε γνωρίζει τη γλώσσα του άλλου: Ήξερε πολλές ξένες γλώσσες και έκανε το διερμηνέα στους ξένους που επισκέπτονταν το νησί του. ~ σε πρεσβεία / σε προξενείο, υπάλληλος που γνωρίζει τη γλώσσα της χώρας όπου βρίσκεται η πρεσβεία. (έκφρ.) κάνω σε κπ. το διερμηνέα, του μεταφράζω κτ. που δεν καταλαβαίνει και με επέκταση, του επεξηγώ κτ. || Mέγας Διερμηνέας, ανώτερο αξίωμα στην Οθωμανική Aυτοκρατορία· δραγουμάνος.
[λόγ. διερμην(εύω) -εύς > -έας (αναδρ. σχημ.)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]