Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διερευνητικός -ή -ό [δierevnitikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη διερεύνηση, που γίνεται για να διερευνηθεί κτ.: Στη συνάντηση των υπουργών δε θα ληφθούν αποφάσεις, ο σκοπός της είναι απλώς ~. Διερευνητική αποστολή. Διερευνητική εντολή (σχηματισμού κυβέρνησης), που ανατίθεται από τον ανώτατο άρχοντα σε αρχηγό κόμματος με σκοπό να διαπιστωθεί αν ο τελευταίος έχει τη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης που να έχει την εμπιστοσύνη της βουλής.
διερευνητικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. διερευνητικός]