Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διεξοδικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διεξοδικός -ή -ό [δieksoδikós] Ε1 : που είναι λεπτομερής και εκτενής, που θίγει όλες τις πλευρές και που εισέρχεται σε βάθος: Έγιναν διεξοδικές συζητήσεις. ~ έλεγχος. Διεξοδική ανάλυση / έκθεση των γεγονότων. || (για πρόσ.): Στην ομιλία του ήταν πολύ ~. διεξοδικά ΕΠIΡΡ: Aναπτύσσω ~ ένα θέμα.

[λόγ. < ελνστ. διεξοδικός, αρχ. σημ.: `που περνάει ανάμεσα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες