Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διεξαγωγή η [δieksaγojí] Ο29 : η ενέργεια του διεξάγω, ολοκλήρωση ενός έργου, μιας διαδικασίας: H ~ των εκλογών ήταν άψογη. Ορίστηκε η ημερομηνία της διεξαγωγής των εξετάσεων / της δίκης.
[λόγ. < ελνστ. διεξαγωγή `δικαστική ρύθμιση΄ με αλλ. της σημ. κατά το διεξάγω]