Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διενεργώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διενεργώ [δienerγó] -ούμαι Ρ10.9 : εκτελώ, ως εντεταλμένο όργανο, ένα έργο που το επιβάλλει ή που το προβλέπει ο νόμος· κάνω: H εισαγγελία θα διενεργήσει ανακρίσεις. Διενεργήθηκαν έλεγχοι από την αγορανομία. Θα διενεργηθεί μειοδοτικός διαγωνισμός.

[λόγ. < ελνστ. διενεργῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες