Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διελκυστίνδα η [δielkistínδa] Ο26 : 1. αγώνισμα στο οποίο συμμετέχουν δύο ομάδες, καθεμιά από τις οποίες, τραβώντας την άκρη ενός τεντωμένου σκοινιού, προσπαθεί να παρασύρει την άλλη προς το μέρος της. 2. (μτφ.) σκληρή προσπάθεια επικράτησης ανάμεσα σε δύο άτομα ή ομάδες, σε έναν αγώνα αμφίρροπο: Άρχισε η ~ για την εξουσία.
[λόγ. < ελνστ. επίρρ. διελκυστίνδα που θεωρήθηκε ουσ.]