Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διεκπεραιώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διεκπεραιώνω [δiekpereóno] -ομαι Ρ1 : ολοκληρώνω, φέρνω εις πέρας τις διαδικασίες που είναι απαραίτητες για να επιλυθεί ή για να ρυθμιστεί κάποιο ζήτημα: Όλες τις τρέχουσες υποθέσεις της εταιρείας / του υπουργείου τις διεκπεραιώνει ο γραμματέας του διευθυντή. Διεκπεραιώνει ό,τι του αναθέτουν, με ταχύτητα και με υπευθυνότητα. || (ειδικότ.) για υπάλληλο που είναι υπεύθυνος για την ταξινόμηση, καταχώριση και αποστολή έντυπου υλικού· κάνω διεκπεραίωση: H αλληλογραφία διεκπεραιώνεται αυθημερόν.

[λόγ. < ελνστ. διεκπεραι(ῶ) `μεταφέρω απέναντι΄ -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες