Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διεκδικητής ο [δiekδikitís] Ο7 θηλ. διεκδικήτρια [δiekδikítria] Ο27 : αυτός που διεκδικεί κτ.: ~ του θρόνου. Yπάρχουν πολλοί διεκδικητές για την ηγεσία του κόμματος.
[λόγ. διεκδικη- (διεκδικώ) -τής (διαφ. το μσν. διεκδικητής `νομικός υπερασπιστής΄)· λόγ. διεκδικη(τής) -τρια]
[Λεξικό Κριαρά]
- διεκδικητής ο.
-
- Υπερασπιστής:
- βοηθός να είμαι και διεκδικητής (Διάτ. Κυπρ. 5076).
[<αόρ. του διεκδικώ + κατάλ. ‑τής. Η λ. τον 6. αι. (L‑S· βλ. και LBG) και σήμ.]
- Υπερασπιστής: