Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διεισδυτικός -ή -ό [δiizδitikós] Ε1 : που έχει την ικανότητα να διεισδύει, να εμβαθύνει: Tο διεισδυτικό βλέμμα / η διεισδυτική ματιά του διακρίνει και αναλύει τα σύγχρονα προβλήματα. H κριτική του είναι διεισδυτική.
διεισδυτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. διεισδύ(ω) -τικός]