Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διεθνοποίηση η [δieθnopíisi] Ο33 : η ενέργεια του διεθνοποιώ. 1. υπαγωγή μιας περιοχής (πόλης, ποταμού, αεροδρομίου κτλ.) σε διεθνή έλεγχο και χρήση: H ~ της διώρυγας του Σουέζ. 2. ανάθεση της επίλυσης ενός τοπικού προβλήματος σε διεθνή οργανισμό.
[λόγ. διεθνοποιη- (διεθνοποιώ) -σις > -ση]