Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διεθνιστικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διεθνιστικός -ή -ό [δieθnistikós] Ε1 : που έχει σχέση με το διεθνισμό 1: Διεθνιστική αλληλεγγύη. Διεθνιστικά κινήματα.

[λόγ. διεθνιστ(ής) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες